μασχάλισμα

μασχάλισμα
μασχάλισμα, τὸ (Α) [μασχαλίζω]
(κυρίως στον πληθ.) τὰ μασχαλίσματα
α) τα ακρωτηριασμένα μέλη δολοφονημένου, τα οποία ο δολοφόνος κρεμούσε από τη μασχάλη, τη δική του ή τού θύματος
β) (κατά τον Ησύχ. και το λεξικό Σούδα) τεμάχια κρέατος από τον ώμο θυσιασμένου ζώου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”